alunno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alunno (it) αρσενικό
- ο μαθητής
- παιδί που μεγαλώνει με θετούς γονείς