alunno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

alunno < λατινική alumnum < alere

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

alunno (it) αρσενικό

  1. ο μαθητής
  2. παιδί που μεγαλώνει με θετούς γονείς