alusão
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
alusão (pt) < από το λατινικό allusĭo , -ōnis
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
alusão | alusões |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alusão (pt)
alusão (pt) < από το λατινικό allusĭo , -ōnis
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
alusão | alusões |
alusão (pt)