aménageable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
aménageable aménageables

Επίθετο[επεξεργασία]

aménageable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να διαρρυθμιστεί
  2. που μπορεί να προσαρμοστεί

Συγγενικά[επεξεργασία]