aménageable
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aménageable | aménageables |
Επίθετο
[επεξεργασία]aménageable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να διαρρυθμιστεί
- που μπορεί να προσαρμοστεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη aménager