aménageur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aménageur | aménageurs |
θηλυκό | aménageuse | aménageuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aménageur (fr)
- (σπάνιο) που μπορεί να προσαρμόσει, να διευθετήσει
- ο ειδικός της χωροταξίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη aménager