amando
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amando | amandoj |
αιτιατική | amandon | amandojn |
amando (eo)
- το αμύγδαλο
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Γερούνδιο
[επεξεργασία]amando
- δοτική και αφαιρετική γερούνδιου του amo