amass
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | amass |
γ΄ ενικό ενεστώτα | amasses |
αόριστος | amassed |
παθητική μετοχή | amassed |
ενεργητική μετοχή | amassing |
Ρήμα
[επεξεργασία]amass (en)
- συσσωρεύω, μαζεύω κάτι, ειδικά σε μεγάλες ποσότητες σε μια χρονική περίοδο
- ↪ Wars amass enormous economic and social problems.
- Οι πόλεμοι συσσωρεύουν τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
- ↪ Before long, he had amassed a solid fortune.
- Σε λίγο είχε μαζέψει ολόκληρη περιουσία.
- ≈ συνώνυμα: accumulate
- ↪ Wars amass enormous economic and social problems.