amateur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός amateur
συγκριτικός more amateur
υπερθετικός most amateur

amateur (en)

  1. ερασιτεχνικός, ερασιτέχνης, που σχετίζεται με τον ερασιτέχνη και όχι τον επαγγελματία
    an amateur football team - ερασιτεχνική ποδοσφαιρική ομάδα
    an amateur painter/photographer - ερασιτέχνης ζωγράφος/φωτογράφος
  2. (κακόσημο) ερασιτεχνικός, που δεν γίνεται καλά ή με επιδεξιότητα
    His work is amateur and full of sloppiness.
    Η δουλειά του είναι ερασιτεχνική και γεμάτη προχειρότητα.
     συνώνυμα: amateurish

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
amateur amateurs

amateur (en)

  • (κακόσημο) ερασιτέχνης, ένα άτομο που δεν έχει αρκετές δεξιότητες για να μπορεί να κάνει κάτι καλά
    You are all amateurs!
    Είστε όλοι ερασιτέχνες!

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

amateur (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό amateur amateurs
θηλυκό amatrice amatrices

amateur (fr)