Μετάβαση στο περιεχόμενο

ambasada

Από Βικιλεξικό
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ambasada ambasady
γενική ambasady ambasad
δοτική ambasadzie ambasadom
αιτιατική ambasadę ambasady
οργανική ambasadą ambasadami
τοπική ambasadzie ambasadach
κλητική ambasado ambasady

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ambasada < γαλλική ambassade

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ambasada (pl) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ambasada (sr)