Μετάβαση στο περιεχόμενο

ambiguïté

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ambigüité
      ενικός         πληθυντικός  
ambiguïté ambiguïtés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ambiguïté (fr) θηλυκό (παραδοσιακή ορθογραφία)

  1. η αβεβαιότητα
  2. κάτι που είναι διφορούμενο, η αμφισημία
  3. αμφιλεγόμενη έκφραση
  4. (φιλοσοφία) ο επαμφοτερισμός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]