ambré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ambré | ambrés |
θηλυκό | ambrée | ambrées |
Επίθετο[επεξεργασία]
ambré (fr)
- αρωματισμένος με άμβαρο
- που έχει τις αποχρώσεις του κεχριμπαριού