amelo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amelo | ameloj |
αιτιατική | amelon | amelojn |
amelo (eo)
- το άμυλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amelo | ameloj |
αιτιατική | amelon | amelojn |
amelo (eo)