Μετάβαση στο περιεχόμενο

amendement

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
amendement < amender

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
amendement amendements

amendement (fr) αρσενικό

  1. η τροπολογία
  2. η τροποποίηση