Μετάβαση στο περιεχόμενο

amharique

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
amharique amhariques

amharique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αμχαρικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

amharique (fr) αρσενικό

  1. (γλώσσα) τα αμχαρικά