amidonner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amidonner < amidon
Ρήμα[επεξεργασία]
amidonner (fr)
- επικαλύπτω με άμυλο
- (κατ’ επέκταση) δίνω σε κάτι μια σκληρότητα ανάλογη προς εκείνη του αμύλου