amidonner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amidonner < amidon

Ρήμα[επεξεργασία]

amidonner (fr)

  1. επικαλύπτω με άμυλο
  2. (κατ’ επέκταση) δίνω σε κάτι μια σκληρότητα ανάλογη προς εκείνη του αμύλου