amoniako
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amoniako | amoniakoj |
αιτιατική | amoniakon | amoniakojn |
amoniako (eo)
- η αμμωνία
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amoniako (io)