amoro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amoro | amoroj |
αιτιατική | amoron | amorojn |
amoro (eo)
- η συνουσία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amoro (io)
- ο έρωτας