amorti
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amorti | amortis |
θηλυκό | amortie | amorties |
Επίθετο
[επεξεργασία]amorti (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amorti | amortis |
θηλυκό | amortie | amorties |
amorti (fr)