amortir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
amortir (fr)
- μετριάζω, εξασθενίζω (χτύπημα)
- ξεπληρώνω κάνω απόσβεση (χρέη)
[επεξεργασία]
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
amortir (ca)