amortisseur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amortisseur < amortir

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.mɔʁ.ti.sœʁ/

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό amortisseur amortisseurs
θηλυκό amortisseuse amortisseuses

amortisseur (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
amortisseur amortisseurs

amortisseur (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  amortir