Μετάβαση στο περιεχόμενο

ampère

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ampère < Ampère

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ampère ampères

ampère (fr) αρσενικό

Σύνθετα

[επεξεργασία]