amulette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
amulette | amulettes |
amulette (fr) θηλυκό
- το φυλαχτό
ενικός | πληθυντικός |
amulette | amulettes |
amulette (fr) θηλυκό