amuse-bouche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amuse-bouche < amuser + bouche

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
amuse-bouche amuse-bouches

amuse-bouche (fr) αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη amuser