amusette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
amusette | amusettes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amusette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) ελαφρά διασκέδαση
- (Βέλγιο) (οικείο) άνθρωπος αφηρημένος, που διασκεδάζει με το παραμικρό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη amuser