amusette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
amusette amusettes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

amusette (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ελαφρά διασκέδαση
  2. (Βέλγιο) (οικείο) άνθρωπος αφηρημένος, που διασκεδάζει με το παραμικρό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη amuser