amygdalite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
amygdalite | amygdalites |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amygdalite (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη amygdale
ενικός | πληθυντικός |
amygdalite | amygdalites |
amygdalite (fr) θηλυκό