anéantissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
anéantissement | anéantissements |
anéantissement (fr) αρσενικό
- η εξολόθρευση, ο εκμηδενισμός, ο αφανισμός, η συντριβή, η εξόντωση