anémique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- anémique < anémie
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
anémique | anémiques |
anémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
anémique | anémiques |
anémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό