analgésique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.nal.ʒe.zik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
analgésique | analgésiques |
analgésique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]analgésique (fr) αρσενικό
- το παυσίπονο, το αναλγητικό