analizisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | analizisto | analizistoj |
αιτιατική | analiziston | analizistojn |
analizisto (eo)
- ο αναλυτής
- (δημοσιογραφία) ο παρατηρητής