analizo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | analizo | analizoj |
αιτιατική | analizon | analizojn |
analizo (eo)
- η ανάλυση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | analizo | analizoj |
αιτιατική | analizon | analizojn |
analizo (eo)