Μετάβαση στο περιεχόμενο

analogue

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

analogue (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
analogue analogues

analogue (fr) αρσενικό ή θηλυκό