anarkio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- anarkio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anarkio | anarkioj |
αιτιατική | anarkion | anarkiojn |
anarkio (eo)
- η αναρχία