ancêtres
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ancêtres, πληθυντικός αριθμός του ancêtre
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ancêtres (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- οι πρόγονοι, αυτοί που έζησαν τους προηγούμενους αιώνες
- (στη Γαλλία) nos ancêtres les Gaulois - οι πρόγονοί μας οι Γαλάτες