ancêtres

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɑ̃.sɛtʁ/

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ancêtres, πληθυντικός αριθμός του ancêtre

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ancêtres (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. οι πρόγονοι, αυτοί που έζησαν τους προηγούμενους αιώνες
    (στη Γαλλία) nos ancêtres les Gaulois - οι πρόγονοί μας οι Γαλάτες

Δείτε επίσης[επεξεργασία]