anchor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
anchor (en)
- (ναυτικός όρος) άγκυρα
- αυτός που προσφέρει σε κάποιον την αίσθηση της ασφάλειας
- (ΗΠΑ) το ούπατ
- (πληροφορική, γλώσσα σήμανσης) η άγκυρα σε υπερκείμενο
- (κανονικές εκφράσεις) άγκυρα, μεταχαρακτήρας που προσδιορίζει θέση
Ρήμα[επεξεργασία]
anchor (en)
- αγκυροβολώ
- στερεώνω κάτι ώστε να μην κινείται
- βασίζω κάτι
- εκφωνώ τις ειδήσεις σε ηλεκτρονικό μέσο