anchor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
anchor | anchors |
anchor (en)
- (ναυτικός όρος) άγκυρα
- αυτός που προσφέρει σε κάποιον την αίσθηση της ασφάλειας
- (ΗΠΑ) το ούπατ
- (πληροφορική, γλώσσα σήμανσης) η άγκυρα σε υπερκείμενο
- (κανονικές εκφράσεις) άγκυρα, μεταχαρακτήρας που προσδιορίζει θέση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | anchor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | anchors |
αόριστος | anchored |
παθητική μετοχή | anchored |
ενεργητική μετοχή | anchoring |
anchor (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αγκυροβολώ, αράζω
- ↪ We anchored off of Piraeus.
- Αγκυροβολήσαμε στ' ανοιχτά του Πειραιά.
- ↪ We anchored outside of Pylos.
- Άραξαν στ' ανοιχτά της Πύλου.
- ↪ We anchored off of Piraeus.
- στερεώνω κάτι ώστε να μην κινείται
- βασίζω κάτι
- εκφωνώ τις ειδήσεις σε ηλεκτρονικό μέσο