anchor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

anchor (en)

  1. (ναυτικός όρος) άγκυρα
  2. αυτός που προσφέρει σε κάποιον την αίσθηση της ασφάλειας
  3. (ΗΠΑ) το ούπατ
     συνώνυμα: wall plug (ΗΒ)
  4. (πληροφορική, γλώσσα σήμανσης) η άγκυρα σε υπερκείμενο
  5. (κανονικές εκφράσεις) άγκυρα, μεταχαρακτήρας που προσδιορίζει θέση

Ρήμα[επεξεργασία]

anchor (en)

  1. αγκυροβολώ
  2. στερεώνω κάτι ώστε να μην κινείται
  3. βασίζω κάτι
  4. εκφωνώ τις ειδήσεις σε ηλεκτρονικό μέσο