Μετάβαση στο περιεχόμενο

anciano

Από Βικιλεξικό

Ισπανικά (es)

[επεξεργασία]
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό anciano ancianos
θηλυκό anciana ancianas

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

anciano < παλαιά γαλλική anciien < λατινική ante

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an̟ˈθja.no/ (Ισπανία)
ΔΦΑ : /an̟ˈsja.no/ (Λατινική Αμερική)

Επίθετο

[επεξεργασία]

anciano (es) αρσενικό

  1. ηλικιωμένος, γέρος, παλιός
     συνώνυμα: viejo, vejete, abuelo
  2. παλιός
     συνώνυμα: vetusto

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anciano (es) αρσενικό