anciano
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]| ενικός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | anciano | ancianos |
| θηλυκό | anciana | ancianas |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]anciano < παλαιά γαλλική anciien < λατινική ante
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /an̟ˈθja.no/ (Ισπανία)
- ΔΦΑ : /an̟ˈsja.no/ (Λατινική Αμερική)
Επίθετο
[επεξεργασία]anciano (es) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]anciano (es) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- anciano - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] (στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenario [23η έκδοση], 2014.