ancillaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ancillaire | ancillaires |
Επίθετο[επεξεργασία]
ancillaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με υπηρέτριες
- (χημεία) δευτερεύων
ενικός | πληθυντικός |
ancillaire | ancillaires |
ancillaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό