ancillaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ancillaire ancillaires

Επίθετο[επεξεργασία]

ancillaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με υπηρέτριες
  2. (χημεία) δευτερεύων