andauernd
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- andauernd < andauern
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
andauernd (de)
Επίρρημα[επεξεργασία]
andauernd (de)
andauernd (de)
andauernd (de)