anesthésie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
anesthésie | anesthésies |
anesthésie (fr) θηλυκό
- η αναισθησία, η νάρκωση
ενικός | πληθυντικός |
anesthésie | anesthésies |
anesthésie (fr) θηλυκό