anesthésie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
anesthésie | anesthésies |
anesthésie (fr) θηλυκό
- η αναισθησία, η νάρκωση
ενικός | πληθυντικός |
anesthésie | anesthésies |
anesthésie (fr) θηλυκό