anesthetize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | anesthetize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | anesthetizes |
αόριστος | anesthetized |
παθητική μετοχή | anesthetized |
ενεργητική μετοχή | anesthetizing |
Ρήμα
[επεξεργασία]anesthetize (en)