angine
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
angine | angines |
angine (fr) θηλυκό
- η κυνάγχη
ενικός | πληθυντικός |
angine | angines |
angine (fr) θηλυκό