angiopatia
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
angiopatia | angiopatie |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]angiopatia (it) θηλυκό
- (ιατρική) η αγγειοπάθεια
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒi.o.paˈt͡ʃi.ɐ/ (Βραζιλία)
- ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒju.pɐˈti.ɐ/ (Πορτογαλία)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]angiopatia (pt) θηλυκό
- (ιατρική) η αγγειοπάθεια
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɑŋːiopɑtiɑ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]angiopatia (fi)
- (ιατρική) η αγγειοπάθεια
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα angio- (ιταλικά)
- Λέξεις με επίθημα -patia (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ιατρική (ιταλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πορτογαλικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Ιατρική (πορτογαλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (φινλανδικά)
- Φινλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (φινλανδικά)
- Ιατρική (φινλανδικά)