Μετάβαση στο περιεχόμενο

angiopatia

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: angiopatía
      ενικός         πληθυντικός  
angiopatia angiopatie

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
angiopatia < angio- + -patia

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angiopatia (it) θηλυκό



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒi.o.paˈt͡ʃi.ɐ/ (Βραζιλία)
ΔΦΑ : /ɐ̃.ʒju.pɐˈti.ɐ/ (Πορτογαλία)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angiopatia (pt) θηλυκό



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɑŋːiopɑtiɑ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angiopatia (fi)