Μετάβαση στο περιεχόμενο

anglosassone

Από Βικιλεξικό

Ιταλικά (it)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
anglosassone anglosassoni

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
anglosassone < anglo- + sassone

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.ɡloˈsas.so.ne/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anglosassone (it) αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]

anglosassone (it)