anhédonie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- anhédonie < αρχαία ελληνική αν- + αρχαία ελληνική ἡδονή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ne.dɔ.ni/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
anhédonie (fr) θηλυκό