animé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- animé < animer
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | animé | animés |
θηλυκό | animée | animées |
animé (fr)
- ζωντανός
- (θρησκεία) που έχει μια ψυχή
- γεμάτος ζωντάνια
- (μεταφορικά) εκνευρισμένος
- γεμάτος κίνηση, πολυσύχναστος
- boulevard animé - πολυσύχναστη λεωφόρος
- έμψυχος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- dessin animé - κινούμενο σχέδιο