animo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
animo (af)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | animo | animoj |
αιτιατική | animon | animojn |
animo (eo)
- η ψυχή