animo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
animo (af)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | animo | animoj |
αιτιατική | animon | animojn |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
animo (eo)
- η ψυχή
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
animo (la)
Πηγές[επεξεργασία]
- animo - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.