Μετάβαση στο περιεχόμενο

animo

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

animo (af)



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική animoanimoj
αιτιατική animonanimojn

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
animo < anim + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

animo (eo)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
animo < anim(a) + -o < animus < < απώτατη αρχή: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enh₁- (αναπνέω)

animo (la)