anisette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

anisette < anis + -ette

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
anisette anisettes

anisette (fr) θηλυκό

  1. (ποτό) λικέρ από γλυκάνισο
  2. (συνεκδοχικά) ποτήρι γεμάτο με αυτό το λικέρ