ankylosé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ankylosé | ankylosés |
θηλυκό | ankylosée | ankylosées |
Επίθετο
[επεξεργασία]ankylosé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ankylosé | ankylosés |
θηλυκό | ankylosée | ankylosées |
ankylosé (fr)