Μετάβαση στο περιεχόμενο

annihilation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
annihilation annihilations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

annihilation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]