anorexique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.nɔ.ʁɛ.ksik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
anorexique | anorexiques |
anorexique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
anorexique | anorexiques |
anorexique (fr) αρσενικό ή θηλυκό