anosognosie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
anosognosie | anosognosies |
anosognosie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
anosognosie | anosognosies |
anosognosie (fr) θηλυκό