anstrengen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
anstrengen (de)
sich anstrengen (de)